«Ακουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν…»: Συγκλονιστική κατάθεση στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι
1 year, 4 months ago
6

Η Ιωάννα Πέταλα, έχασε τους γονείς της στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η ίδια υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα σε όλο της το σώμα…

Καταθέτοντας σήμερα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο της Αθήνας περιέγραψε τον εφιάλτη που βίωσε όταν η ίδια άρχισε να φλέγεται αλλά και το «αλαλούμ» που επικράτησε εκείνες τις κρίσιμες ώρες της φωτιάς στον κρατικό μηχανισμό.
«Εκείνη την ημέρα γύρω στις 17.30 άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Όταν ακινητοποιήθηκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα κάουμε. Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός…Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γυρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό…Κάποιος μου λέει κοπελιά καίγεσαι. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».
Όπως περιέγραψε, άκουγε ανθρώπους γύρω της να προσπαθούν να βρουν βοήθεια, χωρίς ανταπόκριση. «Είμαστε όλοι στην παραλία, κάποιος ειδοποίησε άλλον να μας σώσει. Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή ενός γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω «που είναι η μάνα μου;» Μου λέει «είναι καλά». Προσπάθησα να τη βρω.
Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες μέρες. Έχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
Με τα σημάδια ακόμη εμφανή στο σώμα της η μάρτυρας, περιέγραψε και όσα έμαθε ότι συνέβησαν στους γονείς της, αφού η οικογένεια χωρίστηκε.
«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι. Δεν κατάφερε να πάει μακριά…Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα…ήταν μια κατηφόρα. Οι δικοί μου θα ζούσαν…».
Χάος…
Στη συνέχεια, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η αδελφή της, Δήμητρα Πεταλά η οποία όπως περιέγραψε έκανε δεκάδες τηλεφωνήματα αναζητώντας τους δικούς της, χωρίς αποτέλεσμα, φτάνοντας στο τέλος να τους δηλώσει αγνοούμενους στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης. «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανα δεκάδες τηλέφωνα παντού. Λιμενικό, πυροσβεστική, νοσοκομεία. Δεν έβρισκα κανένα. Και δέχομαι κλήση, λίγη ώρα αργότερα, από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης».
Όταν κάποια στιγμή ενημερώθηκε ότι η αδελφή της νοσηλεύεται, ζήτησε να της μιλήσει. «Μου είπαν “δεν μπορείτε, είναι καμμένα τα χέρια της”. Καταλαβαίνετε το σοκ. Πήγα να την δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι 3 μαζί με την αδελφή μου» είπε η μάρτυρας που περιέγραψε στη συνέχεια ότι μόνη πήρε τηλέφωνο να αναγνωρίσει τους νεκρούς γονείς της. «Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω «νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα»».