Ηθελε να γίνει πλανητάρχης, αλλά… ξεμένει από συνάλλαγμα ο Ερντογάν
2 years, 3 months ago
6

Ο Ερντογάν προσπαθεί να στηρίξει την οικονομία με φθηνό χρήμα στο εσωτερικό για να καλύψει τα κενά που αφήνουν τα ξένα κεφάλαια τα οποία αποχωρούν, αλλά η κατάρρευση της τουρκικής λίρας προκαλεί ασφυξία στην οικονομία και μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις

Η νέα κατάρρευση της τουρκικής λίρας την περασμένη εβδομάδα έφερε και πάλι τη γειτονική χώρα στα διεθνή πρωτοσέλιδα, καθώς ο πληθωρισμός οδηγεί τις τιμές στα ύψη, καταγράφονται πλέον ελλείψεις βασικών αγαθών στην αγορά, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στους δρόμους, ενώ η φυγή κεφαλαίων εντείνεται. Οι διεθνείς αναλυτές προσπαθούν να καταλάβουν ποιο θα είναι το επόμενο επεισόδιο στην οικονομική αυτή περιπέτεια στην οποία έχει οδηγήσει τη χώρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τις προσωπικές του επιλογές για την οικονομική πολιτική, τις οποίες επιβάλλει με «σιδερένιο χέρι».

Θα μείνουν όρθιες οι τουρκικές τράπεζες; Θα ολοκληρωθούν τα μεγάλα έργα που έχει εξαγγείλει; Θα τον στηρίξει η Δύση; Θα καταφέρει να διασωθεί με τη στήριξη χωρών όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία την τελευταία στιγμή έκλεισαν συμφωνίες 10 δισ. δολαρίων, προσφέροντας -προσωρινή, έστω- σανίδα σωτηρίας; Το βασικό ερώτημα, όμως, που απασχολεί τους πάντες είναι για πόσο χρόνο μπορεί ο Τούρκος πρόεδρος να διαχειριστεί πολιτικά τα οικονομικά προβλήματα, τις πιέσεις από το εξωτερικό, αλλά και τις εσωτερικές αντιδράσεις και τον αναβρασμό που ολοένα δυναμώνουν.

Με άλλα λόγια, θα αντέξει μέχρι τις επόμενες εκλογές, οι οποίες έχουν προγραμματιστεί για τον Ιούνιο του 2023; Στο οικονομικό πεδίο το κλειδί του ζητήματος είναι η πολιτική χαμηλών επιτοκίων την οποία εφαρμόζει με «σιδερένιο χέρι» κόντρα στις συστάσεις των διεθνών επενδυτών, αλλά και πολλών δικών του συμβούλων και συνεργατών. Ο Ερντογάν δηλώνει ανοιχτά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική και δεν θα προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων για να σταματήσει τον πληθωρισμό και να συγκρατήσει τη λίρα που καταρρέει, όπως υποδεικνύουν όλες οι ξένες τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες, αλλά και οι περισσότεροι «συστημικοί» Τούρκοι οικονομολόγοι.

Ανορθόδοξες πολιτικές

Πολλοί βλέπουν έναν παραλογισμό στην επιμονή του «Σουλτάνου» στις ανορθόδοξες και φαινομενικά αδιέξοδες πολιτικές που εφαρμόζει. Στην πραγματικότητα, όμως, οι οικονομικές επιλογές του Ερντογάν ταιριάζουν με την ευρύτερη γεωπολιτική στρατηγική που προωθεί, με στόχο να αναδειχθεί σε περιφερειακή υπερδύναμη, η οποία θα συνομιλεί επί ίσοις όροις με την Κίνα και τη Ρωσία και θα επηρεάζει έναν ευρύτερο ζωτικό χώρο από τη Συρία μέχρι το Ουζμπεκιστάν, περιοχές από τις οποίες σταδιακά οι ΗΠΑ αποσύρονται. Μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ο Ερντογάν ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος σύμμαχος της Δύσης και τα δυτικά κεφάλαια έρρεαν μαζικά προς τη χώρα, τροφοδοτώντας σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, το οικονομικό θαύμα με το οποίο ο Ερντογάν είχε συνδέσει την πολιτική καριέρα του.

Από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, όμως, που ο Ερντογάν επιδίωξε να χειραφετηθεί από τις ΗΠΑ και άρχισε να λοξοκοιτάζει προς τη Ρωσία και την Κίνα επιχειρώντας να παίξει μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και ειδικότερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, τα διεθνή κεφάλαια έγιναν πολύ πιο επιφυλακτικά. Οι εισροές κεφαλαίων μειώθηκαν και ειδικά από το 2018, όταν ο Τούρκος πρόεδρος αποφάσισε να προμηθευτεί τους ρωσικούς πυραύλους SS-400, το γυαλί ράγισε και η συναλλαγματική κρίση είναι μόνιμο φαινόμενο. Το ερώτημα εάν η φυγή των ξένων κεφαλαίων αποτέλεσε την αιτία της κρίσης ή ήταν η αναμενόμενη αντίδραση στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα και την ανασφάλεια που δημιούργησαν στους ξένους επενδυτές οι κινήσεις Ερντογάν είναι μάλλον θεωρητικό, αφού τα δύο αυτά ζητήματα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.

Το γεγονός είναι ότι η αξία της τουρκικής λίρας υποχωρεί συνεχώς από το 2018 κι ενώ τότε ένα δολάριο κόστιζε 4 τουρκικές λίρες, σήμερα κοστίζει τρεις φορές περισσότερo, ήτοι 12,3 δολάρια. Την περασμένη Πέμπτη, η ισοτιμία βούτηξε 15% σε μία μέρα, για να ανακάμψει μερικώς τις επόμενες ημέρες, μετά την υπογραφή επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Η φυγή κεφαλαίων ανάγκασε τον Ερντογάν να στρέψει την αναπτυξιακή προσπάθεια στο εσωτερικό της χώρας, με τις λεγόμενες επεκτατικές πολιτικές, ήτοι χαμηλά επιτόκια, δημόσια έργα, δημόσιες δαπάνες, κίνητρα για τον κατασκευαστικό τομέα και άλλα μέτρα έτσι ώστε η εσωτερική αγορά να κινήσει την οικονομία παίρνοντας τη σκυτάλη από τις ξένες επενδύσεις.

Ωστόσο, η μετάβαση αυτή προκαλεί συνεχώς αναταράξεις και προβλήματα τα τελευταία χρόνια, τα οποία εκδηλώνονται στην τουρκική λίρα, η οποία διαρκώς υποχωρεί και μπορεί να αποδειχθεί ο αδύναμος κρίκος στα μεγαλειώδη σχέδια του «Σουλτάνου» να κάνει την Τουρκία παγκόσμια υπερδύναμη.

Την περασμένη εβδομάδα ο κεντρικός τραπεζίτης κατέβασε το βασικό επιτόκιο στο 15%, τη στιγμή που ο πληθωρισμός είναι στο 20% και οδεύει προς το 30% τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με όλους τους αναλυτές.

Με πληθωρισμό 20% και επιτόκιο 15%, υπάρχει πραγματική απώλεια αγοραστικής δύναμης σε σχέση με το δολάριο 5%. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα ξένα κεφάλαια εγκαταλείπουν τη λίρα, ενώ και οι Τούρκοι σπεύδουν να κάνουν δολάρια και ευρώ τα χρήματά τους (το 60% των καταθέσεων είναι σε δολάριο). Τα χαμηλά επιτόκια, βέβαια, βοηθούν σε κάποιο βαθμό την οικονομία να αναπτυχθεί, ευνοεί όσους έχουν δάνεια σε εγχώριο νόμισμα, καθώς και τις εταιρείες που κάνουν εξαγωγές χωρίς να εξαρτώνται από εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά που ανατιμώνται λόγω της υποτίμησης.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η υποτίμηση ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό, διώχνει συνεχώς κεφάλαια από τη χώρα, ενώ ανεβάζει στα ύψη το κόστος ζωής και τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων – ειδικά το κόστος της ενέργειας στην τρέχουσα περίοδο έκρηξης των τιμών στα καύσιμα και το ηλεκτρικό ρεύμα. Τα προβλήματα αυτά επιδεινώθηκαν την περίοδο μετά την πανδημία, καθώς στα προϋπάρχοντα προβλήματα της Τουρκίας προστέθηκε η αύξηση των τιμών των τροφίμων παγκοσμίως, η οποία πλήττει ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Πολλοί αναλυτές μάλιστα χαρακτηρίζουν τις ανατιμήσεις και τις ελλείψεις τροφίμων στην Τουρκία και τις συνακόλουθες διαδηλώσεις ως «καναρίνι στο ανθρακωρυχείο» που προοιωνίζεται παρόμοιες καταστάσεις και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Ο Ερντογάν, πάντως, απτόητος, δηλώνει αποφασισμένος να συνεχίσει την ίδια πολιτική, προχωρώντας μάλιστα και σε αυξήσεις του κατώτατου μισθού, ενώ η κεντρική τράπεζα αφήνει να εννοηθεί ότι μπορεί να προχωρήσει σε νέα μείωση του επιτοκίου το Δεκέμβριο.

Ο Τούρκος πρόεδρος δεν διστάζει μάλιστα να διώξει κακήν κακώς όσους θεωρούν την πολιτική αυτή αδιέξοδη.

Και η λίρα πέφτει, πέφτει

Τα τελευταία τρία χρόνια έχει διώξει τρεις κεντρικούς τραπεζίτες, μέχρι να καταλήξει στον σημερινό Σαχάπ Καβτσίογλου, ο οποίος εφαρμόζει πειθήνια τις εντολές του «Σουλτάνου», ενώ είναι γνωστό στην Τουρκία ότι στενοί σύμβουλοι του τελευταίου σε θέματα οικονομίας είναι ο καθηγητής Θεολογίας Σερβέτ Μπαγιντίρ και ο ισλαμιστής οικονομολόγος Νουρεντίν Τσανικλί.

Σε αυτούς τους πνευματικούς ηγέτες παραπέμπει συχνά ο Τούρκος πρόεδρος όσους αμφισβητούν την επιμονή του να διατηρεί χαμηλά τα τραπεζικά επιτόκια, παρότι το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής είναι η λίρα να πέφτει όλο και χαμηλότερα και ο πληθωρισμός να ανεβαίνει. Το παραδοσιακό Ισλάμ απαγορεύει τις συναλλαγές με τόκο, αλλά μάλλον δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος της επιμονής του Ερντογάν στην ιδιότυπη αυτή πολιτική, την οποία αμφισβητούν… σχεδόν όλοι οι οικονομικοί παράγοντες στην Τουρκία και το εξωτερικό.

Στην πραγματικότητα ο Τούρκος πρόεδρος επενδύει σε μια πολιτική η οποία δυσαρεστεί μεν τα ξένα κεφάλαια καθώς και τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις οι οποίες έχουν συναλλαγές, συμφέροντα και επικοινωνία με το εξωτερικό. Ενδεχομένως, όμως, δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις στους μεγάλους πληθυσμούς της «βαθιάς Τουρκίας», οι οποίοι είναι περισσότερο αυτάρκεις και δεν εξαρτώνται από συναλλαγές με το εξωτερικό. Αλλωστε, η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας δεν είναι κακή, καθώς η συναλλαγματική κρίση δεν έχει -ακόμη;- γίνει οικονομική κρίση.

Το τουρκικό ΑΕΠ το 2021 θα αυξηθεί κατά 10%, η ανεργία είναι στο 11%, το δημόσιο χρέος είναι περίπου 40% του ΑΕΠ και το έλλειμμα γύρω στο 3,5%.

Η Τουρκία άλλωστε είναι μια μεγάλη χώρα, με νέο πληθυσμό, σημαντική παραγωγική βάση, κοντά στην αγορά της Ευρώπης και αποτελεί μία από τις χώρες που θεωρείται ότι θα υποδεχθούν μονάδες μεταποίησης τις οποίες οι μεγάλες πολυεθνικές θα αποσύρουν από την Κίνα για να τις μεταφέρουν αλλού. Η πολιτική αυτή, βέβαια, σημαίνει ότι ο Ερντογάν και οι πολιτικές του κρέμονται από μια κλωστή και παίζει με τον χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές. Κρίσιμος παράγοντας είναι κατά πόσο η Δύση θα τον στηρίξει. Για μεν τις ΗΠΑ η κρατούσα εκτίμηση είναι ότι παρόλο που ο κρίσιμος ρόλος της Τουρκίας δεν αμφισβητείται, ο Ερντογάν είναι «απέναντι», αν και πεπειραμένοι αναλυτές υποδεικνύουν ότι ουκ ολίγες φορές ο «Σουλτάνος» έκανε τους απαραίτητους ελιγμούς στη διπλωματική σκακιέρα.

Απτό παράδειγμα είναι η συμφωνία με τα ΗΑΕ την περασμένη εβδομάδα. Τα ΗΑΕ είναι μάλιστα βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ, όπως και η Σαουδική Αραβία, γεγονός που έχει και αυτό τη σημειολογική βαρύτητά του. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν παραδοσιακά πολλαπλά συμφέροντα και ισχυρές διασυνδέσεις με την Τουρκία, γεγονός που δεν αποκλείεται να παίξει ρόλο τους επόμενους μήνες, καθώς ο Ερντογάν θα αναζητεί στηρίγματα. Οι ισπανικές τράπεζες είναι οι πιο εκτεθειμένες στην τουρκική αγορά με ανοίγματα πάνω από 62 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθούν οι γαλλικές με 21 δισ. ευρώ. Φαίνεται μάλιστα ότι το θέμα αυτό ήταν και μια από τις αιτίες της επίσκεψης του Ισπανού πρωθυπουργού στην Αγκυρα, πέρα από το ζήτημα της πώλησης ισπανικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία.

Οι γερμανικές τράπεζες έχουν μειώσει την έκθεση τους στην Τουρκία σε 8 δισ. ευρώ (από 21 δισ. ευρώ που ήταν προ επταετίας). Οι τουρκικές τράπεζες είναι η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας, καθώς αυτές βαρύνονται με περίπου τις μισές από τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της χώρας σε συνάλλαγμα, που ανέρχονται σε 130 δισ. ευρώ τους επόμενους μήνες. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας έχουν απομειωθεί δραματικά, καθώς χρησιμοποιήθηκαν για να στηριχθεί η λίρα τα τελευταία χρόνια.

Επισήμως, η κεντρική τράπεζα της χώρας παρουσιάζει αποθέματα 88 δισ. δολαρίων, αλλά οι ξένοι αναλυτές εκτιμούν ότι το πραγματικό νούμερο είναι πολύ χαμηλό, ίσως και αρνητικό. Ο λόγος είναι ότι ο Ερντογάν έχει αναγκάσει τις κρατικές εμπορικές τράπεζες να αγοράζουν λίρες χρησιμοποιώντας τα δολάρια των καταθέσεων σε συνάλλαγμα, για να στηρίζουν το εθνικό νόμισμα.

Για να καλυφθούν οι εμπορικές τράπεζες έχουν συμφωνίες ανταλλαγής (swap lines) σε δολάρια με την κεντρική τράπεζα, η οποία έτσι εξαντλεί τα αποθέματά της χωρίς αυτό να φαίνεται. Εάν υπολογιστούν και συμφωνίες μελλοντικών συναλλαγών (futures) που έχει κάνει η κεντρική τράπεζα, λένε αναλυτές που παρακολουθούν την κατάσταση, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας είναι αρνητικά. Με αυτά τα δεδομένα, το επόμενο κρίσιμο στοίχημα για τον Ερντογάν είναι εάν θα μπορέσουν να εξυπηρετηθούν οι εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας τους επόμενους μήνες ή αν θα υπάρξουν άλλα επεισόδια τα οποία θα πυροδοτήσουν νέα κρίση και ενδεχομένως πολιτικές εξελίξεις.