Πολλά πράγματα στην Ελλάδα διαφέρουν σε σχέση με άλλες χώρες.
Η γαστρονομία, η μόδα, η νυχτερινή διασκέδαση, η δημοσιονομική πολιτική, ακόμα και το ποδόσφαιρο παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά αποτι αυτό της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας.
Δεν αναφέρομαι τόσο στη διαφορά των τεράστιων ποσών που δαπανούνται κάθε χρόνο για μεταγραφές, επενδύσεις και εγκαταστάσεις στον τομέα αυτό, αλλά στον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας νιώθει και ευχαριστιέται το άθλημα, εντός και εκτός γηπέδου έναντι των υπολοίπων Ευρωπαίων πολιτών.
Για τον Έλληνα φίλαθλο το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα μέσο ψυχαγωγίας, είναι ένας τρόπος εκτόνωσης και αποφυγής από την κοινή σε όλους μας ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων ετών.
Χρόνια τώρα, το ποδόσφαιρο στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει διαμορφώσει ένα προφίλ που παραπέμπει σε θεατρική παράσταση, καθώς οι θεατές πηγαίνουν στο γήπεδο, απολαμβάνουν το θέαμα και γυρίζουν στις δουλειές και τα σπίτια τους όμορφα και ωραία.
Ακόμα και όταν οι γνωστοί Χουλιγκαν στη Βρετανία προσπάθησαν να αλλάξουν τα πράγματα, ο πελεκυς του νόμου δεν τους επέτρεψε να αποδιοργανώσουν την απαράμιλλη αυτή αρμονία του αθλήματος.
Σαφώς η βία στα γήπεδα είναι καταδικαστέα, όμως τι γίνεται όταν το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη βία, αλλά αρχίζει και επηρεάζει τον τρόπο έκφρασης του κόσμου;
Αναφέρομαι στη μορφή της ελληνικής κερκίδας με τους πυρσούς της, τα συνθήματα καζούρας προς τον αντίπαλο , τα απίστευτα χρώματα και τη φωνή της που αφήνουν άφωνο ακόμα και τον πιο έμπειρο ξένο ποδοσφαιριστή, που τυχαίνει να βρίσκεται εκείνη την ώρα στο γήπεδο.
Μια κερκίδα που ενώ κατάφερε να κάνει τον Έλληνα να αγαπήσει τις Κυριακές του ακόμα περισσότερο, τώρα καθημερινά καταπολεμάται από τις κεντρικές επιτροπές της Ευρώπης και της ίδιας της Ελλάδας.
Τι γίνεται όταν η χαρά του κόσμου συγκρούεται με το κέρδος και το σύγχρονο ποδόσφαιρο; Τότε ποια είναι η προτεραιότητα του αθλήματος;
Η ικανοποίηση του κόσμου ή των επενδυτικών κεφαλαίων;Η επικράτηση του ποδοσφαίρου που θέλουν οι πολλοί ή αυτού που θέλουν οι λίγοι;