Ο ρόλος της βιταμίνης D στη «μάχη» κατά του κορονοϊού
2 years, 10 months ago
6

Η πιο πρόσφατη μελέτη επικεντρώθηκε σε γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D. Στο αίμα, η βιταμίνη D μπορεί να βρεθεί σε δύο μορφές: συνδεδεμένη με μια πρωτεΐνη ή ελεύθερη αιωρούμενη. Το τελευταίο είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία όταν μιλάμε για φυσικη ανοσία.

Όπως ακριβώς και άλλα συμπληρώματα διατροφής η βιταμίνη D προσφέρεται σαν ένας τρόπος…αποφυγής της απειλής του κορονοϊού.  Αυτο το συμπέρασμα προκύπτει από αρκετές έρευνες οι οποίες έδειξαν ότι οι πληθυσμοί οι οποίοι έχουν έλλειψη βιταμίνης D κινδυνεύουν περισσότερα από τη νόσο COVID-19 και ιδιαίτερα οι άνθρωποι με πιο σκούρο δέρμα, οι ηλικιωμένοι και οι υπέρβαροι αναφέρει το news4health.gr

Η νέα αυτή μελέτη πάντως ισχυρίζεται ότι η χορήγηση έξτρα βιταμίνης D μπορεί να μην βοηθήσει στην προστασία της μόλυνσης από κορονοϊό.

Επίσης, σε έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο McGill στο Κεμπέκ του Καναδά και δημοσιεύτηκε στο PLOS Medicine, οι ερευνητές εστίασαν στις γενετικές παραλλαγές και τη σύνδεσή τους με το αυξημένο επίπεδο βιταμίνης D. Οι άνθρωποι των οποίων το DNA περιλαμβάνει αυτές τις παραλλαγές είναι πιο πιθανό να έχουν υψηλό επίπεδο βιταμίνης D.

Oι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα γενετικής παραλλαγής 14.0000 ανθρώπων με τη νόσο Covid – 19 και τα σύγκριναν με τα δεδομένα από 1.2 χιλιάδων ανθρώπων που δεν είχαν COVID-19. Αυτός ο τύπος ανάλυσης, που ονομάζεται Μεντελιανή μελέτη τυχαιοποίησης, μοιάζει με μια γενετική προσομοίωση μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης δοκιμής. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι που φέρουν μια από αυτές τις παραλλαγές – εκείνοι που έχουν μεγαλύτερα επίπεδα βιταμίνης D – δεν είχαν μικρότερη πιθανότητα να κολλήσουν κορονοϊό και να νοσηλευτούν ή να νοσήσουν πολύ σοβαρά λόγω της COVID-19.

Αυτό σημαίνει ότι η βιταμίνη D δεν θα μειώσει την επικινδυνότητα νόσησης από COVID-19 ωστόσο αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι χρειαζόμαστε κλινικές δοκιμές σε πραγματικές συνθήκες ώστε να είμαστε σίγουροι.

Οι περιορισμοί

Ο Δρ Martin Kohlmeier, καθηγητής διατροφολόγος στη Σχολή Παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας του Gillings στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, δήλωσε ότι αυτή η μελέτη και παρόμοιες μελέτες τέτοιου είδους είναι καλά σχεδιασμένες και «τεχνικά άρτιες». Ωστόσο υπάρχουν περιορισμοί οι οποίοι εξετάζονται.

«Η πρόκληση είναι να βρούμε ένα εργαλείο – το οποίο ονομάζουμε μια ομάδα γενετικών παραλλαγών – που προσομοιώνουν αυτό που πιστεύουμε ότι θα έκανε η συμπλήρωση βιταμίνης D» δήλωσε ο Kohlmeier.

Η βιταμίνη D παίζει ρόλο στην φυσική ανοσία του σώματος, η οποία ασχολείται με τους εισβολείς όπως είναι ένας ιός πριν το ανοσοποιητικό σύστημα καταφέρει να δημιουργήσει αντισώματα. Η έμφυτη ανοσοαπόκριση συμβαίνει αμέσως ή εντός ωρών από την είσοδο του εισβολέα στο σώμα.

Στο αίμα, η βιταμίνη D μπορεί να βρεθεί σε δύο μορφές: συνδεδεμένη με μια πρωτεΐνη ή ελεύθερη αιωρούμενη. Το τελευταίο είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία όταν μιλάμε για φυσική ανοσία.

Το πρόβλημα όπως εξήγησε ο ίδιος ο Kohlmeier είναι ότι οι γενετικές παραλλαγές που χρησιμοποιούνται σε μελέτες τυχαιοποίησης της βιταμίνης D σχετίζονται κυρίως με την πρωτεΐνη που δεσμεύει το γονίδιο για τη βιταμίνη D. Ενώ τα άτομα με αυτές τις παραλλαγές είναι πιο πιθανό να έχουν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D, η παρουσία της παραλλαγής δεν δείχνει πόσο ελεύθερη βιταμίνη D έχουν διαθέσιμη για να βοηθήσει στην έμφυτη ανοσοαπόκριση.

Η Bonnie Patchen, υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Cornell, είναι ο κύριος συγγραφέας μιας άλλης μελέτης που εξετάζει τη σχέση μεταξύ βιταμίνης D και COVID-19 και τόνισε ότι η μελέτη αυτή έχει οντως κάποιους περιορισμούς. Όπως είπε ότι τα ευρήματα της νέας μελέτης είναι παρόμοια με αυτά που βρήκαν αυτή και οι συνάδελφοί της στην έρευνά τους, η οποία δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου στο περιοδικό BMJ Nutrition, Prevention & HealthTrusted Source.

Όπως διευκρίνισε, η μελέτη βασίστηκε σε γενετικά δεδομένα από άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, οπότε τα αποτελέσματα ενδέχεται να μην ισχύουν για άλλους πληθυσμούς, ιδιαίτερα για άτομα με πιο σκούρο δέρμα που είναι πιο πιθανό να έχουν χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D.

Η Patchen είπε ότι στην έρευνά τους, αυτή και οι συνάδελφοί της εξέτασαν πόσο καλά οι γενετικές παραλλαγές προβλέπουν τα επίπεδα της βιταμίνης D σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Τα αποτελέσματά τους ήταν έγκυρα για άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, είπε, ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D, όπως ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) και η μεγαλύτερη ηλικία.

Ένας άλλος περιορισμός αυτού του τύπου γενετικής ανάλυσης είναι ότι εξετάζει μόνο τη διακύμανση των επιπέδων βιταμίνης D που οφείλονται στη γενετική – δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη τη διατροφή ενός ατόμου ή άλλους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν τα επίπεδά τους.

Παρόλο που αυτός ο τύπος γενετικής ανάλυσης δεν μπορεί να αποκλείσει τα πιθανά οφέλη από υψηλότερη χορήγηση της βιταμίνης D, η Patchen δήλωσε ότι «έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον δύο τυχαιοποιημένες δοκιμές που δεν δείχνουν καμία επίδραση της υψηλής δόσης βιταμίνης D σε ασθενείς που νοσηλεύονται με COVID-19».

Η μια πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία και δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο στο journal JAMATrusted Source. Οι γιατροί έδωσαν στους ασθενείς που νοσηλεύονταν με κορονοϊό είτε μια δόση 200,000 IU βιταμίνης D- πρόκειται για μεγάλη δόση – η οποία δεν πρέπει να λαμβάνεται παρά μόνο κάτω από ιατρική επίβλεψη. Όπως παρατήρησαν η μεγάλη αυτή δόση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στους ασθενείς που με μακρόχρονη νοσηλεία.

Ωστόσο, οι άνθρωποι που μπαίνουν στο νοσοκομείο με μεγαλύτερα επίπεδα βιταμίνης τα πηγαίνουν όντως καλύτερα και δεν φαίνεται να χρειάζονται μηχανική υποστήριξη όπως αναφέρει ο David Meltzer καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο η οποία πραγματοποίηαν τη δική σου ανάλυση.

Οι γιατροί χορήγησαν τη βιταμίνη στα άτομα αυτά ενώ ήταν ήδη άρρωστα αρκετές μέρες μετά την μόλυνση και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Οπότε μπορεί να μην ωφεληθεί κάποιος που παίρνει τη βιταμίνη σε αυτό το στάδιο της νόσου.

Τι συμβαίνει με όσους την παίρνουν με εκείνους όμως που παίρνουν την βιταμίνη αυτή πριν αρρωστήσουν;

Πρόκειται για ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί.

Πηγή: https://www.healthline.com