«Δεν ήταν φωτιά, ήταν πόλεμος»: Επιζώντες της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι περιγράφουν τις στιγμές κόλασης που βίωσαν
1 year, 3 months ago
6

Λίγο πριν καταθέσουν στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη, επιζώντες της καταστροφής στο Μάτι περιγράφουν τις στιγμές κόλασης που βίωσαν, ενώ μιλούν για την απουσία της πολιτείας και τον γραφειοκρατικό «Γολγοθά» των αποζημιώσεων.

Οι μνήμες από το απόγευμα της 23ης Ιουλίου έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό τους και ο πόνος ανεξίτηλος στην ψυχή τους. Το τελευταίο «επεισόδιο» της τραγωδίας εκτυλίσσεται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Κάτοικοι της περιοχής που έχασαν συγγενείς, φίλους και περιουσίες περιγράφουν στη Realnews το μέγεθος της τραγωδίας και εκφράζουν το παράπονό τους για την απουσία της Πολιτείας τις κρίσιμες στιγμές.

«Εγκλημα»

«Η πυρκαγιά στο Μάτι, στις 23 Ιουλίου 2018, είναι κατά την άποψή μου το μεγαλύτερο έγκλημα σε καιρό ειρήνης από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Εκείνη την ημέρα έχασα την μητέρα μου 74 ετών, την αδελφή μου 53 ετών και τις δύο δίδυμες ανιψιές μου 5 ετών. Η οικογενειακή μας εξοχική κατοικία βρισκόταν στον Λόφο Ζούγκλας και απέχει μόλις πενήντα μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος. Οι δικοί μου άνθρωποι βρέθηκαν λίγα μέτρα παραπέρα, αγκαλιασμένοι και απανθρακωμένοι. Δεν πρόλαβαν…», δηλώνει στην «R», με εμφανή συγκίνηση, ο Αριστείδης Χερουβείμ και προσθέτει: «Ηταν η πρώτη ημέρα μετάθεσης της αδελφής μου στη νέα υπηρεσία της, στο Κέντρο Υγείας Ραφήνας. Ομως, όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, πήγε για πρώτη φορά στη νέα θέση της, γύρισε σπίτι, ξεκουράστηκε λίγο και στη συνέχεια δολοφονήθηκε μαζί με τα δίδυμα κοριτσάκια της και τη μητέρα μας που είχε μεταβεί εκεί για να τη βοηθάει».

Στους λάθους χειρισμούς της Πυροσβεστικής και στα αργά αντανακλαστικά της πολιτείας αναφέρεται ο Α. Χερουβείμ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι όλα πήγαν στραβά. «Τίποτα δεν λειτούργησε. Αντί να επιχειρήσει έγκαιρα ικανός αριθμός εναέριων μέσων κατάσβεσης και όσο η φωτιά δεν είχε απειλήσει ακόμη τον κατοικημένο ιστό, το μοναδικό ελικόπτερο που βρισκόταν στην περιοχή αποχώρησε με εντολή από το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων με προορισμό την Κινέττα. Επίσης, κατά περίεργο τρόπο δεν επιχειρούσαν τα ελικόπτερα της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας που σταθμεύουν στο αεροδρόμιο ‘‘Ελευθέριος Βενιζέλος’’ και όλη αυτή την ώρα θα μπορούσαν να έχουν δράσει, είτε συμμετέχοντας στην πυρόσβεση, είτε ειδοποιώντας με τα μεγάφωνά τους τούς κατοίκους να εγκαταλείψουν την περιοχή, είτε επιχειρώντας με τους προβολείς τους στη διάσωση ανθρώπων που βρίσκονταν στη θάλασσα για πολλές ώρες», αναφέρει ο Α. Χερουβείμ.

«Από την άλλη, το ελικόπτερο εναέριας επιτήρησης, που έχει ως αποστολή να παρακολουθεί την εξέλιξη της φωτιάς και να συντονίζει την κατάσβεση από τα εναέρια και τα επίγεια μέσα, είχε ήδη εγκαταλείψει την περιοχή με τη δικαιολογία της έλλειψης καυσίμων και με προορισμό το στρατιωτικό αεροδρόμιο Ελευσίνας. Θα μπορούσε, φυσικά, να ανεφοδιαστεί είτε στο αεροδρόμιο ‘‘Ελευθέριος Βενιζέλος’’ είτε στην αεροπορική βάση του Ναυτικού στο Κοτρώνι του Μαραθώνα, δηλαδή 5 λεπτά από το μέτωπο της φωτιάς, και να μην απουσιάζει στο κρίσιμο αυτό διάστημα», προσθέτει ο άνθρωπος που μέσα σε λίγα λεπτά έχασε ολόκληρη την οικογένειά του.

Ραγίζουν καρδιές όταν μιλά για την επόμενη ημέρα της πυρκαγιάς και για την απουσία των δικών του ανθρώπων, εκφράζοντας μάλιστα και ένα τεράστιο παράπονο. «Θα ήθελα να ευχηθώ να μη ξαναζήσει κανείς αυτό που ζήσαμε εμείς ως οικογένεια, να πρέπει να μαζέψεις τα μισοκαμένα παιχνίδια των παιδιών από τον κήπο του σπιτιού. Να πρέπει να αξιολογήσεις παιχνίδια, βιβλία και ρουχαλάκια για το ποια θα χαριστούν και πού. Να πρέπει να πηγαίνεις στον τάφο της αδελφής σου, που έχει ταφεί αγκαλιά με τα δύο παιδιά της… Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω κάτι που με στενοχωρεί. Το νομικό πλαίσιο δεν μου επιτρέπει να εκπροσωπήσω τις δύο ανιψιές μου, παρότι είμαι ο εγγύτερος εν ζωή συγγενής τους. Μην ξεχνάτε ότι η μητέρα και η γιαγιά τους, που θα μπορούσαν να τις εκπροσωπήσουν, δολοφονήθηκαν μαζί τους».

«Μας άφησαν να καούμε»

Ο Σέργιος Κουκούτσης ενημερώθηκε για τη φωτιά από τα μέσα ενημέρωσης. Αμέσως κατευθύνθηκε προς το σπίτι του στο Μάτι, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ.

«Αποκλείστηκα στο δεύτερο φανάρι πριν από τη Ραφήνα, στη λεωφόρο Μαραθώνος, στις 18:40. Στο σημείο αυτό παρέμεινα για περίπου μισή ώρα, όπου και έβλεπα όλη την πορεία της φωτιάς. Για μισή ώρα έβλεπα ότι δεν υπάρχει τίποτα. Κανένα πυροσβεστικό όχημα και κανένα περιπολικό. Ούτε καν αεροπλάνο και ελικόπτερο της Πυροσβεστικής. Ούτε καν ένα ασθενοφόρο. Μιλάμε για παντελή απουσία της πολιτείας. Αυτό, άλλωστε, είναι και το μεγάλο παράπονο των κατοίκων στο Μάτι και για αυτό γίνεται ο αγώνας που δίνουμε στο δικαστήριο. Μας άφησαν στη μοίρα μας. Μας άφησαν να καούμε», λέει με αγανάκτηση ο Σ. Κουκούτσης.

Συγκλονίζει η περιγραφή του μιλώντας για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Μάτι κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς. «Στο Μάτι δεν υπήρχε φωτιά. Υπήρχε πόλεμος. Οι σφαίρες ήταν το θερμικό φορτίο και τα κουκουνάρια ήταν οι χειροβομβίδες. Γιατί δεν δόθηκε εντολή εκκένωσης, από τη στιγμή που η Πυροσβεστική είχε δώσει εσωτερικά την εντολή να υπάρξει εκκένωση της περιοχής; Το αποτέλεσμα ήταν οι 104 νεκροί», λέει με τρεμάμενη φωνή.

«Το δικό μου σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς… εξαϋλώθηκε. Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα έφτασα στο σπίτι μου να δω τι έχει γίνει. Από τη Ραφήνα και έπειτα τα πάντα ήταν καμένα. Ετριβα τα μάτια και έκλαιγα γιατί τα πάντα ήταν γκρίζα. Ολα έγιναν στάχτη. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι το σπίτι μου δεν υπήρχε. Ηταν ένα ξύλινο σπίτι και εσκεμμένα δεν υπήρχε κανένα δέντρο μέσα στο οικόπεδο, ενώ είχα καθαρίσει όλα τα ξερά χόρτα γύρω γύρω. Το αστείο είναι ότι ακόμα είμαι σε αναμονή της πρώτης δόσης των χρημάτων για την κατασκευή του. Γραφειοκρατική διαδικασία… Αυτός είναι ο δεύτερος ‘‘Γολγοθάς’’ που περνάμε», σημειώνει ο Σ. Κουκούτσης, ο οποίος έχει καταθέσει αγωγή προς όλους τους υπευθύνους. Την Πολιτική Προστασία, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το Λιμενικό.

 

 

«Πιστεύαμε ότι θα τη σβήσουν»

Για ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού κάνει λόγο ο Δημήτρης Ματρακίδης, επισημαίνοντας ότι, αν είχε δοθεί εντολή εκκένωσης των κατοίκων στο Μάτι, δεν θα είχαμε θρηνήσει τόσα θύματα. «Δεν υπήρχε καμία βοήθεια από πουθενά. Ούτε Πυροσβεστική, ούτε επαρκή εναέρια μέσα, για την ακρίβεια την ώρα της πυρκαγιάς στο Μάτι μόνο ένα ελικόπτερο Erickson πετούσε, ενώ δεν καταλαβαίνω γιατί δεν επενέβη η ΕΚΑΜ. Εμείς από μόνοι μας στη γειτονιά, στην οδό Ακροπόλεως, κάναμε εκκένωση και οργανωμένα φύγαμε προς τη θάλασσα. Αν δεν είχε γίνει αυτό, θα θρηνούσαμε πολλά περισσότερα θύματα. Αν κάποιος μας είχε ενημερώσει, έστω και με ντουντούκες, ότι η φωτιά ξεφεύγει και απειλεί τα σπίτια μας, θα είχαν γλιτώσει πολλοί άνθρωποι. Η οδός αυτή είχε τις μεγαλύτερες καταστροφές στα σπίτια και όμως δεν είχαμε νεκρό…».

Την ίδια στιγμή, δηλώνει βέβαιος ότι, παρά τους ισχυρούς ανέμους που έπνεαν στην περιοχή, οι πυροσβεστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να περιορίσουν τις φλόγες και εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό. «Η φωτιά τούς ξέφυγε, θα μπορούσαν να την είχαν μαζέψει με πολλούς τρόπους. Ακόμα και στον Βουτζά, αν επιχειρούσαν συστηματικά πολλά εναέρια, δεν θα είχε εξαπλωθεί η φωτιά. Εκεί δεν την έκοψαν, την άφησαν να φύγει γιατί δεν υπήρχαν ούτε επίγειες δυνάμεις. Το δεύτερο σημείο που νομίζαμε ότι θα κοπεί η φωτιά ήταν η Μαραθώνος. Αλλά ούτε εκεί υπήρχαν πυροσβεστικές δυνάμεις και έτσι οι φλόγες πέρασαν ανεξέλεγκτες στον οικισμό του Ματιού. Ακόμα και τότε, όμως, πιστεύαμε ότι θα μπουν τα πυροσβεστικά στο Μάτι και θα τη σβήσουν. Δυστυχώς, τίποτα δεν έγινε».

Ο Δ. Ματρακίδης περιγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να φθάσει με την οικογένειά του στη θάλασσα για να διασωθεί. «Οταν κατάλαβα ότι η κατάσταση ξεφεύγει, είπα στους δικούς μου να φύγουν προς τη θάλασσα γιατί θα καούν ζωντανοί. Θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου από όταν ήμουν μικρός να μου λέει πως, αν ποτέ πιάσει φωτιά στο Μάτι, να κατευθυνθούμε προς τη θάλασσα. Ημασταν από τα πρώτα άτομα που πήγαμε στην παραλία. Εγώ ανέβηκα ξανά στη γειτονιά μου προκειμένου να ειδοποιήσω τους γείτονες και όποιον έβρισκα μπροστά μου. Θυμάμαι μια μητέρα με δύο παιδιά που δεν είχε καταλάβει τίποτα να αρπάζει τα παιδιά της, να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Οποιον έβρισκα μπροστά μου ούρλιαζα και του έλεγα να τρέξει προς τη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε δεν ήταν μια απλή φωτιά. Ηταν μια ολική καταστροφή, την οποία δυστυχώς συνεχίζουμε να ζούμε».

«Ακόμα και αυτοί που δειλά δειλά προσπαθούμε να φτιάξουμε τα σπίτια μας δεν ξέρουμε αν θα καταφέρουμε να μείνουμε ξανά μέσα σε αυτά. Οι στιγμές που ζήσαμε έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα στην ψυχή μας», καταλήγει ο Δ. Ματρακίδης, ο οποίος με παράπονο λέει ότι δεν έχει συμπεριληφθεί στους 213 μάρτυρες που έχουν κληθεί να καταθέσουν στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη.

«Δεν είχαν ιδέα»

Η Μαρίνα Λαμπρίδου, που έχασε τον πατέρα της, κατέθεσε πως άκουγαν για τη φωτιά στην Κινέττα και εν συνεχεία για τη φωτιά στο Νταού, αλλά ήταν ήσυχοι πως δεν κινδυνεύουν. «Δεν θεωρήσαμε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε εμάς. Φοβηθήκαμε όταν κόπηκε το ρεύμα. Ημουν μέσα στο σπίτι με τη μητέρα μου και έπαθα κρίση πανικού. Ο πατέρας μου ήταν έξω. Οταν κάποια στιγμή μπήκε στο σπίτι φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Την ώρα που φεύγαμε, η φωτιά είχε μπει στο οικόπεδο… Βγαίνοντας από το σπίτι είχε καύτρες παντού. Μέχρι την πρώτη είσοδο του Βουτζά δεν ακούσαμε τίποτα. Βρήκαμε μετά ένα περιπολικό και ο πατέρας μου φώναζε “καίγομαι, πονάω”. Φτάσαμε στη Νέα Μάκρη στο Κέντρο Υγείας. Δεν είχαν ιδέα για φωτιά. Μάλιστα τον ρώτησαν αν κάηκε από κατσαρόλα με νερό. Μετά άρχισε να φτάνει κόσμος. Ο μπαμπάς μου κατέληξε στις 26 Ιουλίου στο ΚΑΤ».

 

 

Δικαίωση

Για τον δικαστικό αγώνα που δίνουν οι πυρόπληκτοι και οι συγγενείς των θυμάτων μιλά στην «R» ο δικηγόρος Αλέξανδρος Παπαστεργιόπουλος. «Επιτέλους, πέντε χρόνια μετά ξεκίνησε η διαδικασία εκδίκασης τόσο των αστικών αξιώσεων προς αποζημίωση των θυμάτων όσο και η δίκη για τον ποινικό κολασμό των υπαιτίων. Οι πληγές είναι βαθιές και η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του κράτους απέναντι στον ατελείωτο πόνο εγκαυματιών και συγγενών θυμάτων δυστυχώς όχι η ενδεδειγμένη. 104 ψυχές αναζητούν δικαίωση, δεκάδες εγκαυματίες και συγγενείς θυμάτων παρηγοριά και ανταπόκριση από την πολιτεία. Ευχή μας η δίκη αυτή να μην αντιμετωπιστεί ως μια τακτική ένδικη διαφορά από το ελληνικό Δημόσιο, αλλά πρωτίστως η πλευρά του κράτους να διαισθανθεί το εύρος της ευθύνης και την ηθική υποχρέωση να ανατάξει άμεσα και αποτελεσματικά τη ζημιά που προκάλεσαν τα όργανα του κράτους από πράξεις και παραλείψεις τους», δήλωσε ο γνωστός δικηγόρος.