Παθογένειες του Κοινωνικού Δεσμού: Ο Αντώνης Πούλιος, Δρ MSc Kλινικός ψυχολόγος, αναλύει την κουλτούρα του βιασμού
3 years, 2 months ago
6

Ο Αντώνης Πούλιος, κλινικός ψυχολόγος ΜSc, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτής, μας βοηθά να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά

Η δημόσια εξομολόγηση της Σοφίας Μπεκατώρου για το βιασμό που υπέστη σε ηλικία 21 ετών από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας έφερε στο προσκήνιο ένα θέμα που σε κοινωνικό επίπεδο έμενε για χρόνια πίσω από κλειστές πόρτες.

Η χιονοστιβάδα καταγγελιών που ακολούθησε για σεξουαλικές κακοποιήσεις αλλά και βίαιες συμπεριφορές πέρασε πολύ γρήγορα από το χώρο του αθλητισμού σε αυτόν του πολιτισμού, με προεκτάσεις σε όλες τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις.

Η βία στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο, ο σεξισμός και η κουλτούρα του βιασμού είναι βαθιά εμποτισμένα στις πατριαρχικές κοινωνίες.

Ζητήσαμε από τον Αντώνη Πούλιο, κλινικό ψυχολόγο ΜSc, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτή, να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά.

Υπάρχει κουλτούρα του βιασμού;

Βεβαίως υπάρχει, και μάλιστα δεν αφορά κάποια ειδική κατάσταση η οποία εντοπίζεται σε συγκεκριμένα άτομα. Η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει συνειδητά, αλλά πολύ περισσότερο ασυνείδητα, σε όλους τους ανθρώπους, ασχέτως αν περνούν ή όχι στην πράξη, το οποίο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Λέω σε όλους τους ανθρώπους, καθώς σε αυτούς που την κάνουν πράξη, μπορεί να περνά ως κάτι «κανονικό» –μια λέξη που καθόλου δε μου αρέσει– αλλά και στους ανθρώπους που τη δέχονται, συχνότατα γυναίκες ή ΛΟΑΚΤΙ άτομα, τους εμποδίζει να αντιδράσουν, παγώνει το βίωμά τους καθιστώντας το τραύμα, μειώνει τα αντανακλαστικά τους, για να πούμε κάποια παραδείγματα. 

Η κουλτούρα του βιασμού, θέλω να πω δηλαδή, είναι αποκύημα της πατριαρχίας και της τοξικής αρρενωπότητας εντός των οποίων έχουμε μεγαλώσει και αλλοτριωθεί. Αποτελεί μια παθογένεια του κοινωνικού δεσμού, και αυτό μπορούμε να το δούμε να επιτελείται όχι μόνο σε πράξεις αλλά ακόμα και σε αυθόρμητα λεγόμενα, σε σεξιστικά αστεία που λέμε αλλά και σε αντιδράσεις μας σε κινήματα όπως το me too. Σε αυτό το θέμα των αντιδράσεων ίσως επανέλθουμε, δε θα αναφερθώ περαιτέρω τώρα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι διαπνέει τον κοινωνικό δεσμό, τον τρόπο δηλαδή που συγκροτούνται, νοηματοδοτούνται και αναπαριστώνται οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Εγώ, αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, φέρω ένα σύνολο κοινωνικών προνομίων που μου δίνουν μια θέση εξουσίας, την οποία ενδέχεται ακόμα και ασυνείδητα να καταχραστώ. Ακόμα και αν προσπαθώ να έχω επίγνωση αυτού, μαζί με την όποια ισχύ μου δίνει ο ρόλος που μου αποδίδεις, δίνοντάς μου βήμα να μιλήσω και να με διαβάσουν με την ιδιότητα του «επιστήμονα», είναι πολύ εύκολο να επιτελέσω κάτι από αυτή την κουλτούρα ακόμα και εν αγνοία μου, μιλώντας ας πούμε ως cis[1] άντρας, σχετικά λευκός, με όλα του τα προνόμια, μιλώντας, για παράδειγμα, για γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης και σεξιστικής βίας. Μπορεί να φαίνεται κάπως άσχετο με την ερώτησή σου, αλλά δεν είναι. Το φέρνω ως παράδειγμα τού τι εννοώ όταν εξηγώ ότι η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει και δεν αποτελεί κάποια ειδική περίπτωση, αλλά αφορά τα προνόμια και την κατανομή ισχύος εντός της κοινωνίας.

Έχει σχέση αυτή η κουλτούρα με τη σεξουαλικότητα;

Βάσει αυτών που είπαμε μέχρι τώρα, είναι σφάλμα να καταφεύγουμε σε ουσιοκρατικές ερμηνείες ότι το άτομο που διαπράττει τη σεξιστική βία έχει υπερβολική σεξουαλικότητα από τη φύση του. Δεν στέκει με κανένα σύγχρονο επιστημονικό δεδομένο ότι οι άνδρες έχουν περισσότερη σεξουαλικότητα. Είναι επίσης μια σεξιστική πεποίθηση, ακόμα και αν κάποτε υποστηριζόταν από κάποιον ίσως κυρίαρχο επιστημονικό λόγο. Η κουλτούρα του βιασμού σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα, αλλά όχι με την ποσότητά της ως μια ντε φάκτο φυσική κατάσταση.

Γνωρίζουμε από την ψυχανάλυση ότι είναι η κοινωνία που εισβάλλει κατά κάποιον τρόπο στη σεξουαλικότητα και προσπαθεί να της επιβληθεί και να ρυθμίσει την έκφραση και την επιτέλεσή της, και όχι το αντίστροφο. Και λέω «προσπαθεί», γιατί η ανθρώπινη σεξουαλικότητα και η πολυμορφία της είναι κάτι που διαφεύγει από τον πλήρη έλεγχο οποιασδήποτε κοινωνίας, εξ ου και η τόση προσπάθεια να ρυθμιστεί, αλλά και το γεγονός ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις της γίνονται όχημα επιβολής ισχύος, εν προκειμένω της πατριαρχίας. Ξέρουμε σε όλους τους χρόνους ότι η κοινωνία προσπαθεί να βάλει κανόνες στη σεξουαλικότητα, αλλά όταν μιλάμε για την κουλτούρα του βιασμού μιλάμε για το πώς η κοινωνία διαμορφώνει τη σεξουαλικότητα και πώς έλκει τις συσχετίσεις εξουσίας και ισχύος. Πώς αυτό έρχεται να πάρει τη σεξουαλικότητα και να τη μορφοποιήσει στο πώς αυτή εκδηλώνεται, πότε νομιμοποιείται και πότε όχι. Η κουλτούρα του βιασμού έχει μέσα και τη λογική της νομιμοποίησης του βιασμού υπό τη μορφή μιας κανονικότητας ή εκλογίκευσης της σεξιστικής βίας, π.χ. «προκαλεί με τα ρούχα που φοράει», «για πλάκα το έκανα», «μήπως τότε της άρεσε» κ.λπ.

Μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά χαρακτηριστικά σε όσους ασκούν σεξουαλική κακοποίηση;

Είναι μεγάλη παγίδα το να ψυχολογιοποιούμε τη σεξουαλική κακοποίηση ως τέτοια, δηλαδή να το δούμε με μια λογική του τι είδους ψυχοπαθολογία έχει κάποιος, γιατί τότε γίνεται μια μεμονωμένη περίπτωση. Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που είναι πιο ειδικές ή πιο ακραίες. Ωστόσο, ψάχνοντας ένα «προφίλ» σε ψυχολογική βάση αντιλαμβανόμαστε το σεξισμό και την κουλτούρα του βιασμού ως ειδικές περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας, μια βιοπολιτική της ατομικής και όχι κοινωνικής ευθύνης. Όπως καταλαβαίνεις, αρνούμαι να απαντήσω σε αυτό, γιατί είναι μια γενίκευση και οι γενικεύσεις συνιστούν βία από μόνες τους. 

Υπάρχουν κατηγορίες πολιτών που είναι πιο ευάλωτοι στις επιθέσεις;

Μπορούμε να πούμε πως ναι, η έμφυλη βία εντοπίζεται στα πλαίσια συγκεκριμένων συσχετισμών. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι κατά κανόνα τα θύματα έμφυλης βίας είναι γυναίκες και οι θύτες άνδρες. Τα άτομα που δέχονται έμφυλη βία είναι έξω από την κυρίαρχη θέση εξουσίας που έχει η πατριαρχία και το ιδεώδες της τοξικής αρρενωπότητας. Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε εξάλλου και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, τα οποία είναι επίσης κατεξοχήν θύματα έμφυλης βίας.

Όπως συμβαίνει και με την έμφυλη βία που δέχονται οι cis γυναίκες, και η βία έναντι των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων έχει ελάχιστη ορατότητα στα πλαίσια ενός κοινωνικού αυτοματισμού. Ακόμα και αν ένας cis straight άνδρας δεχτεί βία, μια μεγάλη πλειοψηφία, ίσως ακόμα και ο ίδιος, θα σκεφτεί ότι δεν ήταν αρκετά άνδρας ή αν ασκεί βία, μπορεί να το κάνει προκειμένου να επιτελέσει το ανδρικό ιδεώδες.

Ποιο ρόλο παίζει ο τρόπος ανατροφής των παιδιών;

Είναι πολύ εύκολο να το δει κανείς από την πλευρά ότι υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς, αλλά αυτό είναι ένα δίπολο, δηλαδή υπεραπλούστευση παραπλανητική έως επικίνδυνη, όπως και όλα τα δίπολα άλλωστε. Προφανώς όμως υπάρχουν πιο εύστοχοι τρόποι και λιγότερο εύστοχοι τρόποι να μεγαλώσεις ένα παιδί. Η ανατροφή, κατά συνέπεια, παίζει ρόλο, καθώς η οικογένεια και γενικότερα οι άνθρωποι που θα αναθρέψουν ένα παιδί είναι οι πρώτοι εκπρόσωποι των κοινωνικών ιδεωδών και των συσχετισμών εξουσίας, όπως αυτές διαποτίζουν την κοινωνία, βεβαίως, πάντα σε συνδυασμό με την προσωπική τους ιστορία. 

Το θέμα της ανατροφής αφορά στο βαθμό που θα επιτρέψει να μεγαλώσει ένα παιδί μέσα σε ένα πλαίσιο που νομιμοποιεί, κανονικοποιεί το σεξισμό ή και ορισμένες εκφράσεις έμφυλης βίας, είτε με το να τις ασκεί είτε με το να τις δέχεται. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας είναι πολύ καθοριστικά, γιατί τότε είμαστε εξαρτημένες και εξαρτημένοι από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, μαθαίνουμε τον κόσμο και νοηματοδοτούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια τους, τη συμπεριφορά τους και, βεβαίως, το λόγο τους.

Δίνετε έμφαση και στο λόγο, φαίνεται. Θέλετε να μας το εξηγήσετε;

Ναι, σας ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που μόνο η πράξη μετράει, και υποτιμούμε το λόγο. Πράγματι, αναφέρθηκα στο λόγο και τη σημασία του, για παράδειγμα του γονιού μέσα από το ρόλο του Άλλου θα λέγαμε ψυχαναλυτικά. Ο λόγος μας καθορίζει, τον χρησιμοποιούμε για να νοηματοδοτήσουμε την υποκειμενικότητά μας. Ας σκεφτούμε το θέμα της πολιτικής ορθότητας, που συχνά με τόση ειρωνεία και σκεπτικισμό την αντιμετωπίζουμε, και δε μιλάω για την επίφασή της βεβαίως. Ο όποιος σκεπτικισμός απέναντί της είναι μια αντίδρασή μας να αποδεχτούμε ότι ο λόγος, τα λόγια που λέμε, μπορεί να πληγώνουν, να είναι τραυματικά για κάποιους ανθρώπους, να συνιστούν βία. Από την ψυχανάλυση και ήδη από τον Freud μάθαμε ότι τα λόγια θεραπεύουν, αλλά και αρρωσταίνουν. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε βρίθει σεξιστικών διατυπώσεων, δηλαδή ενέχει βία. Η πιο συχνή έμφυλη προσβολή σε έναν άντρα είναι «πούστης», σε μια γυναίκα είναι «πουτάνα». Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι για αυτές τις δύο λέξεις δεν υπάρχει η αντίστοιχη βρισιά στο άλλο γένος. Ας επισημάνω εδώ άλλωστε πόσο αυτό είναι ενδεικτικό της κατάφωρης έμφυλης βίας της οποίας είναι θύματα και οι γυναίκες που εργάζονται στο σεξ, όταν το επάγγελμά τους συνιστά προσβολή. Αν έχουμε στο μυαλό μας μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της έμφυλης βίας, της διάπραξης του βιασμού, της σεξουαλικής κακοποίησης, και όχι τα ίδια μας τα εκφερόμενα, δε θα μπορέσουμε να τη σταματήσουμε ποτέ.

Έχετε έρθει αντιμέτωπος με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στην επαγγελματική σας πορεία;

Πολλές φορές, νομίζω. Είναι αναπόφευκτο, καθώς είναι πολύ πιο συχνά από όσο νομίζουμε, αρκεί να είμαστε διαθέσιμες και διαθέσιμοι να τα ακούσουμε από όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Ωστόσο, παίζουν ρόλο και τα ενδιαφέροντά μου σε κοινωνικό, επιστημονικό και κλινικό επίπεδο, τα οποία βεβαίως διαμορφώθηκαν από την προσωπική μου ιστορία, αλλά και από τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν και με εμπιστεύονται με την ιστορία τους ερχόμενοι να μου μιλήσουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στο γραφείο μου δεν έχω έρθει «αντιμέτωπος» με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, αν μου επιτρέπετε να παίξω λίγο με τις λέξεις, αλλά έχω την τιμή να μοιράζονται και αυτά τα κομμάτια της ζωής τους οι άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί, να μου επιτρέπουν να τους συνοδεύω στην προσπάθειά τους να τα βγάλουν πέρα με την ιστορία τους. Άλλωστε, δε μας κάνουν ψυχαναλύτριες/ψυχαναλυτές ή ψυχοθεραπεύτριες/ψυχοθεραπευτές οι σπουδές μας και η κλινική μας διαμόρφωση, μολονότι είναι απαραίτητα όλα αυτά. Οι άνθρωποι που έρχονται να μας βρουν και μας εμπιστεύονται μάς κάνουν θεραπεύτριες και θεραπευτές.

in.gr